πρόσφωλο

πρόσφωλο
το подкладень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πρόσφωλο" в других словарях:

  • πρόσφωλο — πρόσφωλο, το και προσφώλι, το το αβγό που αφήνεται πάντα στη φωλιά, αλλ. φώλος, φωλίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσφωλο — και προσφώλι, το, Ν γνήσιο ή τεχνητό αβγό που τοποθετείται στη φωλιά όρνιθας για να τήν προσελκύσει για ωοτοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φωλ ιον (< φωλεός «φωλιά»)] …   Dictionary of Greek

  • προσφώλι — το, Ν βλ. πρόσφωλο …   Dictionary of Greek

  • φώλι — φώλι, το και φωλίτης, ο και φώλος, ο αβγό γνήσιο ή τεχνητό, που αφήνεται στη φωλιά της κότας, για να την προσελκύσει να γεννήσει εκεί, το πρόσφωλο, το προσφώλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»